Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Πάντα του έν' άστρο συντηρά...

Ο Κρητικός φεύγει από το κονταροχτύπημα
    
[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (Β 527-532, 555-570, 2289-2294) ]

Στης κεφαλής τη σγουραφιά τουνού του δωματάρη
ήτονε μέσα στη φωτιά καημένο ένα ψυχάρι
κ' είχε με γράμματα αργυρά και παραχρυσωμένα
εις τρόπο κατασκεπαστό τα πάθη του γραμμένα:
«Τη λαμπυράδα τής φωτιάς ορέχτηκα κ' εθώρου
κ' εσίμωσα κ' εκάηκα, να φύγω δεν εμπόρου».
[...]
Κι ωσάν ο ναύτης στη χιονιά και στην πολλήν αντάρα,
όντε τη νύκτα κυβερνά με φόβο και τρομάρα,
πάντα του έν' άστρο συντηρά, στη στράτα την οδεύγει,
μ' εκείνο σάζει τ' άρμενα, μ' εκείνο τιμονεύγει,
έτσι κι αυτή στην καταχνιάν οπού 'χει τη μεγάλη,
στου πόθου της τη σκότιση, δε συντηρά άλλα κάλλη,
μόνον ως άστρο λαμπυρό τού Ρώκριτου τη νιότη
και μηδ' εστράφη αλλού να δη ζημιόν από την πρώτη.
Εκεί 'βρισκεν ανάπαψη και δρόσος τού κορμιού της
κ' εις κείνο που κιντύνευγεν, άστρο τού βουηθισμού της·
εις ένα τόπο εστρέφουντο κ' ένα κορμίν εθώρει,
σ' κιανέναν άλλο δεν ψηφά ν' ανατρανίση η κόρη·
όλοι τής φαίνουντ' άσκημοι, δίχως αντρειά και χάρη,
κι όλοι σα νύκτα σκοτεινή κι ο Ρώκριτος φεγγάρι.
Ανάθεμα τον Έρωτα με τα καλά τα κάνει
και πώς κομπώνει και γελά τη φρόνεψη και σφάνει!
[...]
Πρι να κινήση τ' άλογον, ο Ρώκριτος γυρίζει
και την κερά του εις τα ψηλά με πόθο αναντρανίζει·
καλά και δεν εμίλησε τότες όντεν εστράφη,
τον πόνο, τη λαχτάρα του στο ανάβλεμμά του γράφει.
Η Αρετούσα εδιάβασε στα μάτια του ό,τι χώνει,
γιατί σε τούτες τσι δουλειές λίγο σημάδι σώνει·
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου