Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Τα πάθη πλιό δεν κιλαδεί...

Τα πουλιά στη φυλακή τής Αρετούσας
   
[ ΠΟΙΗΤΗΣ: (Δ 845-850. Ε 767-800) ]
   
Οι τρεις χρόνοι περάσασι κ' οι τέσσερεις εμπαίνα,
που η Αρετή ήτο στη φλακή κι ο Ρώκριτος στα ξένα.
Μακρά 'σαν, μακρά βρίσκετον ένας από τον άλλο,
μα 'σαν κ' οι δυο σε μια βουλή κ' εστέκα σ' ένα ζάλο·
σ' μια βράσην εκεντούσασι, τα ξύλα έτσι συμπαίνα,
που 'φτανεν η αναλαμπή σ' τσι δυο κι όχι στον ένα.

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κ' η μέρα ξημερώνει
να φανερώση ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνει.
Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
Χορτάρια εβγήκαν εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ' αγκάλες τ' ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα.
Τα περιγιάλια ελάμπασι κ' η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ' εις τα νερά εγροικάτο.
Ολόχαρη και λαμπυρή η μέρα ξημερώνει,
εγέλαν η ανατολή κ' η δύση καμαρώνει.
Ο ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει
με λάμψη, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Χαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσα,
στα κλωναράκια τω δεντρών εσμίγαν κ' εφιλούσα.
Δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κ' εκείνα.
Εσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκα,
πολλά σημάδια τση χαράς στον ουρανό εφανήκα.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
στον ουρανό είν' τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Τα πάθη πλιό δεν κιλαδεί το πικραμένο αηδόνι,
αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση χώρας τα στενά κ' οι στράτες καμαρώνου,
όλα γροικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνου.
Και μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού 'το η Αρετούσα,
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κ' εγλυκοκιλαδούσα.
Στην κεφαλή τής Αρετής συχνιά χαμοπετούσι
και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ' την φλακήν εφύγα,
αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα.
Η νένα, οπού 'το φρόνιμη γυναίκα τού καιρού της
το πώς ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
χαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι.
 
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...]
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου